- ημικύκλιος
- -ο (AM ἡμικύκλιος, -ον)1. ημικυκλικός2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιοα) το μισό τού κύκλουβ) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετροαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιονα) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικόβ) στρατιωτικός τακτικός σχηματισμόςγ) ημικυκλικό ηλιακό ρολόγιδ) τόπος διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσειςε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο, που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικάστ) ο τόπος δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμοζ) ημικυκλική βάση αγάλματοςη) θόλοςθ) θεατρική μηχανήι) ήμισφαίριονια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό αναπαυτήριο στις Θέρμες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + κύκλ-ιος (< κύκλος)].
Dictionary of Greek. 2013.